Πριν αναφερθώ στο βιβλίο αυτό με τον παραπάνω τίτλο, θα δώσω ορισμένες πληροφορίες για τους μυθικούς δράκους και δράκοντες, που θα διευκολύνουν τους αναγνώστες στην κατανόηση του συγκεκριμένου  λογοτεχνικού έργου.

Το θέμα δράκος και δράκοντας, μου είναι αρκετά οικείο και με έχει απασχολήσει από τη δεκαετία του 1980, όταν μελετούσα τα Ελληνικά παραμύθια της δρακοντοκτονίας στη διδακτορική μου διατριβή[1]. Στα παιδικά μου χρόνια η μητέρα μου και οι Καρπαθιές θείες μου μου αφηγούνταν πολλά παραμύθια με δράκους ή δράκοντες (που, όπως θα αναφέρω αμέσως παρακάτω, δεν είναι το ίδιο πράγμα), με αποτέλεσμα να εξάπτουν τη φαντασία μου. Αργότερα, στο Πανεπιστήμιο, διάβασα πολλά τέτοια παραμύθια από όλη την Ελλάδα και διάφορα μέρη του κόσμου και, όταν πλέον ετοίμαζα τη διατριβή μου, γνώριζα πολύ καλά το θέμα· πάντοτε ένας ήρωας στα παραμύθια αυτά σκότωνε τον δράκο ή τον δράκοντα και έτσι έσωζε τους ανθρώπους του παραμυθιού από το απαίσιο αυτό τέρας, που συνήθως του ‘’κρατούσαν’’ το ζείδωρο νερό.

Ανάλογα θέματα έχουμε και σε δημοτικά τραγούδια, σε παραδόσεις, στο ρεπερτόριο του λαϊκού θεάτρου σκιών και σε Συναξάρια Αγίων, αλλά βέβαια και στο πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι του Αγίου Γεωργίου, του αποκαλούμενου και δρακοντοκτόνου. Έχουμε δει όλοι τις σχετικές εικόνες του Αγίου Γεωργίου του δρακοντοκτόνου, που σας αναφέρω με την ευκαιρία αυτή, ότι χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα.

Υπάρχουν όμως και οι ονομαζόμενοι δρακοντοκτόνοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι λατρεύονται από την Ορθοδοξία ιδιαιτέρως. Τέτοιοι δρακοντοκτόνοι Άγιοι είναι οι: Απόστολος Ανδρέας, Απόστολος Θωμάς, Απόστολος Φίλιππος, Όσιος Αγαπητός Επίσκοπος Σιναού, Άγιος Αρτέμιος, Άγιος Δονάτος, Οσία Ελισάβετ η Θαυματουργός, Όσιος Ευμένιος Επίσκοπος Γορτύνης, Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, Όσιος Θωμάς ο Δεφουρκινός, Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας, Άγιος Ιουλιανός ο εν Ευφράτη, Άγιος Ιωαννίκιος, Αγία Μαρίνα, Άγιος Μαρκιανός ο εν τη Κύρω, Άγιος Μαρτίνος, Άγιος Μίλος, Παναγία Μεγάλου Σπηλαίου, Αγία Παρασκευή, Άγιος Τιμόθεος Επίσκοπος Προύσσης, Όσιος Φλαβιανός και ο Άγιος Ρηγίνος στη Σκόπελο.

Το θέμα των δράκων ή δρακόντων είναι γνωστό επίσης στην Ελληνική Μυθολογία, στο έργο του Πλάτωνος Πολιτεία, στο Ονειροκριτικό του Αχμέτ, στους Ψαλμούς του Δαυίδ, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια και αλλού.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα  στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κατατέθηκε μεταπτυχιακή εργασία (master), στον Τομέα Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας, της φιλολόγου Ζαχαρούλας Παύλου, με θέμα «Οι δρακοντοκτόνοι Άγιοι». Συνέστησα στη συγγραφέα  να συνεχίσει το θέμα στα πλαίσια διδακτορικής διατριβής. Το αποτέλεσμα πιστεύω θα είναι λαμπρό.

Η εξόντωση του δράκου ή του δράκοντα, το υπαινίχθηκα ήδη, ονομάζεται δρακοκτονία ή δρακοντοκτονία. Στην αγγλική γλώσσα είναι ο dragon-slayer και στη γερμανική ο Drachentöter. Εννοούνται αδιακρίτως είτε δράκοι είτε δράκοντες. Αυτή η σύγχυση οφείλεται ακριβώς στην αρκετά ασαφή μορφή του δράκου, γιατί ο δράκος συγχέεται στις διηγήσεις με τον δράκοντα, αλλά όχι σπάνια εμφανίζεται και με εξωτερικά γνωρίσματα ανθρώπων. Όμως το ‘’κράτημα’’ του νερού – αυτού του στενά συναρτημένου με τη γη στοιχείου – μπορεί να αποτελέσει ένα σταθερό γνώρισμα για την ουσία του τέρατος, άσχετα με την ονομασία που παίρνει κάθε φορά: εφόσον υπάρχει το ‘’κράτημα’’ του νερού, θα πρόκειται, στην ουσία, για δράκοντα, για ένα θηρίο που είναι δεμένο με τη γη επίσης, για μια μορφή τερατικού φιδιού.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο δράκος είναι συνήθως ανθρωπόμορφος, ενώ ο δράκοντας είναι συνήθως φιδόμορφος. Με αυτά τα θεωρητικά, που θεώρησα αναγκαία να  προτάξω στο κείμενο αυτό, θα ήθελα τώρα να αναφερθώ στη λογοτεχνική γραφή «Οι δράκοι της Καρπάθου» της Ειρήνης Χιώτη-Λέσκοβιτς.

Πρόκειται για μια ιστορία φαντασίας, που εξελίσσεται στην Κάρπαθο και διαρθρώνεται σε 16 ενότητες. Αναφέρω αμέσως ότι η έμπνευση της συγγραφέως ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, γιατί η λαϊκή παράδοση της Καρπάθου είναι πλούσια σε δράκους και δράκοντες.  Εδώ, στο συγκεκριμένο κείμενο, πρόκειται για δράκοντες, οι οποίοι όμως είναι αγαθά τέρατα και δεν υπάρχει καθόλου δρακοντοκτονία. Τα τέρατα αυτά συνδιαλέγονται μεταξύ τους αλλά και με ορισμένα πρόσωπα της Καρπάθου, που έχουν όμως εξολοθρευτεί, όπως και όλοι οι άνθρωποι, στον πόλεμο και τα τέρατα τα συναντούν ως φαντάσματα. Η υπόθεση της ιστορίας αυτής είναι περίπου η εξής:

Μετά από έναν καταστροφικό πόλεμο το ανθρώπινο είδος αφανίζεται, ενώ τα μόνα όντα που επιζούν είναι οι δράκοι. Η ιστορία ξεκινά από το Καφενείο του Δράκου, όπου είναι μαζεμένοι πέντε δράκοι. Ο πιο δυνατός και αυτάρεσκος, ο Αντρειώτης, καυχιέται ότι είναι ο πιο γρήγορος από όλους. Τότε, ο φιλειρηνικός και υποτακτικός Φρόνης απαντά ότι ίσως να μην είναι σωστή η σκέψη του Αντρειώτη, με αποτέλεσμα, ο τελευταίος, να τον σύρει σε αγώνα ταχύτητας την επόμενη μέρα. Ο πιο ηλικιωμένος Βιτσέντζος αποφασίζει να βοηθήσει τον δύστυχο Φρόνη και πηγαίνει στο μέρος όπου θα διεξαχθεί ο αγώνας, για να ερευνήσει το μέρος. Εκεί, μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά, συναντά τυχαία μια νυχτερίδα, τον Γκαβίνο, ο οποίος συμφωνεί να βοηθήσει τον Φράνκο, οδηγώντας τον την ημέρα του αγώνα μέσα από ένα μυστικό πέρασμα, από το οποίο θα κερδίσει πολύτιμο χρόνο και θα τερματίσει πρώτος. Το σχέδιο στέφεται με επιτυχία και ο Φρόνης νικά στον αγώνα. Ο Αντρειώτης όμως παθαίνει ένα ατύχημα, από το οποίο χάνει τα φτερά του. Ο Φρόνης με τον Γκαβίνο αποφασίζουν να καλέσουν σε βοήθεια και τους άλλους φίλους τους, τη Νουρίνα, η οποία είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Αντρειώτη, τον Φράνκο, τον καλοκάγαθο δράκο με μεγάλη αδυναμία στους φίλους του και στα γλυκίσματα, και τον Βιτσέντζο. Οι πέντε φίλοι περιθάλπουν τον μέχρι πρότινος μισητό ανταγωνιστή τους και αποφασίζουν να κάνουν ένα επικίνδυνο ταξίδι, βασιζόμενοι σε μια παλιά παράδοση του νησιού, με σκοπό να βρουν μια γυναίκα στα έγκατα της Καρπάθου, τη Σοφία, η οποία θα τους βοηθήσει.

Το ταξίδι ξεκινά από μια εκκλησία στο Ποσί ( = Τα Πηγάδια, πρωτεύουσα του νησιού ), απ’ όπου διασχίζουν ένα μυστικό πέρασμα και, όπως τους προδιαθέτει το ακόλουθο δίστιχο:

 

Στα κύματά μου τ’ άγρια έλα και μη λυγίσεις

τη φύση να τη σεβαστείς αν θες να επιζήσεις

 

βρίσκονται ξαφνικά μέσα σε μια υπόγεια θάλασσα και τη διασχίζουν με επιτυχία. Αυτή πρόκειται για την πρώτη από της έξι συνολικά δοκιμασίες που πρέπει να περάσουν. Επόμενος σταθμός το χωριό Μενετές (Καρπάθου), όπου πρέπει να ανέβουν έναν απότομο βράχο:

 

Μέσα σ’ ανέμους και βροντές την πίστη σου θα νιώσεις

απ’ το κακό, στων Μενετών τους βράχους, αν γλιτώσεις.

 

Τελευταίος μένει ο Φράνκο, ο οποίος είναι και ο πιο εύσωμος από όλους. Στην προσπάθειά του να κρατηθεί από το σκοινί χάνεται από τα μάτια των φίλων του, οι οποίοι πιστεύουν ότι έπεσε στον γκρεμό. Όμως, η Γυναίκα με τα Μαύρα, που πρόκειται για τοπική παράδοση του χωριού, τον έφερε στην κορυφή του βράχου υγιέστατο και σώο.

Στην Αρκάσα (Καρπάθου), όπου η φιλοξενία των κατοίκων ήταν περιβόητη, μία γυναίκα φάντασμα προσφέρει στους επισκέπτες άφθονο φαγητό, αλλά εκείνοι για έναν ανεξήγητο λόγο δεν χορταίνουν με τίποτα. Οι φίλοι προσπαθούν να απομακρυνθούν από το χωριό και τελευταίοι μένουν ο Αντρειώτης με τη Νουρίνα, οι οποίοι μοιράζονται το φαγητό τους με αμοιβαία αυταπάρνηση και έτσι καταφέρνουν να σωθούν. Ακολουθεί η μουσική δοκιμασία στο Μεσοχώρι, σύμφωνα με την οποία πρέπει να θυμηθούν τη μελωδία ενός παραδοσιακού Καρπάθικου σκοπού. Το αντίστοιχο δίστιχο είναι αρκετά εύστοχο:

 

Μη χαίρεσαι δίχως φτερά για ό,τι κατορθώσεις

τις απαντήσεις μουσικά πρέπει να διατυπώσεις.

Μόνο ο Γκαβίνο μπορούσε να τους βοηθήσει, καθώς κάποτε είχε ακούσει αυτή τη μελωδία από τους ανθρώπους. Μετά από ανταλλαγή αυτοσχέδιων μαντινάδων, η παρέα προχωρά προς το χωριό  Όθος:

 

Τώρα που έχεις το σκοπό βαθιά μες το μυαλό σου

στ’ Όθος έλα και χόρεψε πίνοντας στο φευγιό σου.

 

Εκεί όλοι οι δράκοι και η νυχτερίδα πρέπει να εκφραστεί μέσα από μαντινάδες, δοκιμασία στην οποία πετυχαίνουν. Έτσι, η Νουρίνα ανταλλάσσει ερωτικά δίστιχα με τον Αντρειώτη:

 

Τι να τα κάνω τα φτερά, αφού σε αγαπάω

μονάχα με τη σκέψη σου στα σύννεφα πετάω.

Χειμώνα και φθινόπωρο, άνοιξη, καλοκαίρι

μ’ ό,τι καιρό η αγάπη μου τον ήλιο θα σου φέρει.

Ο Φράνκο αναφέρεται στη γνωστή του αδυναμία για το φαγητό και το ποτό:

 

Τα ντόνατς είχα ως σήμερα σαν μια χαρά μεγάλη

τώρα το οθίτικο κρασί χαρά μού δίνει πάλι.

Κέρνα με το γλυκό κρασί κι εγώ σου απολογιέμαι

πως το Κοράκι το ξεχνώ κι Οθίτης θα περνιέμαι.

Ο Βιτσένζος και το Γκαβίνο διατυπώνουν στοχασμούς σχετικούς με την έννοια της φιλίας, της πατρίδας, της πείρας και της σοφίας που φέρνει ο χρόνος:

Την πρώτη «Ιθάκη» μας χρόνια έχουμε αφήσει

την όμορφη την Κάρπαθο έχουμε πια αγαπήσει.

Τους φίλους μου τώρα ποθώ εγώ να ανταμώσω

κι ένα τραγούδι μου στερνό να τους αφιερώσω.

Το σπίτι, φίλοι, νοσταλγώ, ξεκούραση ζητάω

οι νέοι πρέπει να γλεντούν, ποτέ δεν το ξεχνάω.

Φίλε, είσαι νέος στην ψυχή κι αυτό έχει αξία

κι αν είσαι γέρος στο κορμί, ποιος δίνει σημασία;

Τη χρήσιμη σοφία σου κάνε την οδηγό μας

ώστε να φτάσουμε ασφαλείς εις τον προορισμό μας.

Πρέπει οι νέοι πάντοτε να δρουν κι ας κάνουν λάθη

για να μπορούν τρόπους να βρουν, να φεύγουν απ’ τα πάθη.

Δίκαιο έχεις, φίλε μου, πάντα θ’ ακούω εσένα

μα μπείτε τώρα στο χορό κι ας γίνουμε όλοι ένα.

Είν’ ώρα πια να φύγουμε, φίλοι μου αγαπημένοι

δρόμος μακρύς και δύσκολος τώρα μας περιμένει.

Με μουσική και με κρασί και το χορό αντάμα

δεθήκαμε μ’ ένα δεσμό που φέρνει προς το θαύμα.

 

Επόμενος σταθμός τα Σπόα, ένα ορεινό χωριό στο βόρειο τμήμα της Καρπάθου όπου η παρέα έχει την ευκαιρία να ανακτήσει τις δυνάμεις της μέσα από προσευχή, κάτι στο οποίο ο Αντρειώτης δεν αισθάνεται έτοιμος να αντιμετωπίσει, ίσως επειδή δυσκολεύεται ακόμη να εμπιστευθεί τα συναισθήματά του και να αφεθεί σ’ αυτά:

Σαν ο ήλιος πάει στις Πυλές, στα Σπόα εσείς ελάτε

προτού τον Μαύρο Λέοντα δείτε εκεί όταν πάτε.

Στο χωριό Πυλές, μέσα σε μια εκκλησία, διαδραματίζεται η τελευταία και πιο κρίσιμη δοκιμασία:

Μια εκκλησιά περίφημη σε γη ανθοφορούσα

που για τις πύλες τις επτά είπαν Εφταμπατούσα.

 

Εκεί, λοιπόν, το Μαύρο Λιοντάρι έβαλε τον Αντρειώτη στη μέση ενός κύκλου από φωτιά. Τότε έρχονταν στη σκέψη του δράκου όλες εκείνες οι στιγμές που φέρθηκε με έπαρση, αλαζονεία και αδιαφορία προς τους άλλους δράκους. Παρά την τεράστια ανησυχία της Νουρίνα, ο Αντρειώτης επιζεί από τη δοκιμασία, έχοντας μετανοήσει για τον παλιό του εαυτό.

Τελικά, φτάνουν στη λαογραφικότατη Όλυμπο, όπου συναντούν τη Σοφία, μια Καρπαθιά γυναίκα, η οποία οδηγεί τον Αντρειώτη σε ένα μέρος με πολλά ζευγάρια φτερά και του λέει να διαλέξει όποιο θέλει. Εκείνος αδιαφορεί για τα φανταχτερά και γεμάτα πολύτιμες πέτρες φτερά και διαλέγει ένα ζευγάρι από λάσπη. Όταν η Σοφία τα προσαρμόζει στην πλάτη του και τον παροτρύνει να πετάξει, τα φτερά μεταμορφώνονται με μαγικό τρόπο στα πιο όμορφα και πολύχρωμα που υπήρξαν ποτέ.

Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα διδακτικό. Μας μιλάει για την καλοσύνη και την ευγένεια ως αναπόσπαστο κομμάτι της αρμονικής συνύπαρξης με τους γύρω μας. Για τον σεβασμό που πρέπει να δείχνουμε στο πρόβλημα του διπλανού μας αλλά και την αλληλεγγύη που απαιτείται σε δύσκολες στιγμές. Επί πλέον, δίνεται μεγάλη έμφαση στην πίστη που πρέπει να έχουμε σχετικά με την επίτευξη των σκοπών μας αλλά και στη δυνατότητα αλλαγής της νοοτροπίας μας, στην έννοια της μετάνοιας με άλλα λόγια, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με ειλικρινή προσπάθεια.

Το βιβλίο, που αποτελείται συνολικά από 228 σελίδες, πλαισιώνεται με σκίτσα του Θάνου Τσίλη που συνεργάστηκε στη χρωματική απεικόνιση η Ειρήνη Ζελέσκου. Όλα αυτά τα σκίτσα κάνουν παραστατικότατη την αφήγηση, καθώς αποδίδουν ανάγλυφα τη μαγική και υπερφυσική ιστορία που διηγείται η συγγραφέας. Με τη φανταστική αυτή ιστορία γίνεται μια περιδιάβαση στα χωριά της Καρπάθου, όπως ήδη ανέφερα, και αυτό προβάλλει και αναδεικνύει την ιδιαίτερη πατρίδα της συγγραφέως, αποτελώντας σχεδόν έναν άτυπο λογοτεχνικό τουριστικό οδηγό του νησιού!

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ τη συγγραφέα Ειρήνη Χιώτη-Λέσκοβιτς για το ωραίο αυτό αποτέλεσμα του λογοτεχνικού της έργου, το οποίο είναι έμπνευση από την Κάρπαθο, το νησί με την πλουσιότατη λαϊκή παράδοση.  Σημείωσα ήδη και μαντινάδες, με τις οποίες πλαισιώνεται το έργο και αναδεικνύουν σε κάθε αναγνώστη τη μουσική παράδοση του νησιού. Πρέπει όμως να σημειώσω ότι τα τετράστιχα, σε μια δεύτερη έκδοση του βιβλίου, πρέπει να γραφούν στη μορφή του διστίχου, αφού πρόκειται για δεκαπεντασύλλαβο στίχο, που περιλαμβάνει ένα οκτασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο ημιστίχιο (προπαροξύτονο ή οξύτονο το πρώτο, παροξύτονο το δεύτερο), ο οποίος δεν διασπάται ποτέ. Συγχαίρω επίσης τον μεγάλο Εκδοτικό Οίκο «Πάπυρος», που με το βιβλίο αυτό – και μάλιστα σε σκληρόδετη έκδοση – αναδεικνύει όψεις του λαϊκού πολιτισμού της Καρπάθου.

[1] Βλ. σχετικά Μηνάς Αλ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ, Οι Ελληνικές παραλλαγές για τον δρακοντοκτόνο ήρωα. Aarne – Thompson 300, 301 A και 301 Β, διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1982.

 

Από το Δωδεκανησιακόν Αρχείον, τόμ. 10 (2017)

Leave a comment